- πλοίοις
- πλοί̱οις , πλοῖονfloating vessel: neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πλοίοις — πλοί̱οις , πλοῖον floating vessel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMENOCLES — Corinthius, Graeconum primus Triremes Corinthi et Sami aedificavit: quum prius Graeci πεντηκοντόροις καὶ πλοίοις μακρȏις, navibus L. rcmigum et navigiis longis usi sint. Exinde Graeci rebus maritimis studiosius opertam dederunt, et latrocinia… … Hofmann J. Lexicon universale
CEPOBOTRAS vel CEPROBOTAS — CEPOBOTRAS, vel CEPROBOTAS Graece Κηπροβότης, Rex Muziris, tempore Plinii, l. 6. c. 23. et Auxtoris Peripli, quorum hic, Η῾ δὲ Μούζιρις, inquit, βαςιλείας μὲν τῆς αὐτῆς, ἀκμἀζουςα δὲ τοῖς πλοίοις. Et ante, Βαςιλείας μέν ἐςτι ἡ μὲν Τυν´δις… … Hofmann J. Lexicon universale
CORINTHUS — I. CORINTHUS Iovis filius, Rex Corinthi: unde Proverbium natum, Iovis Corinthus, de iis qui acriter minantur et postea graviter mulctantur. Megara est colonia Corinthiorum, quae ob potentiam urbi maiori omnem honorem habuit et obedivit. Sed cum… … Hofmann J. Lexicon universale
λιμνόδρομος — (I) ο ζωολ. γένος πτηνών τών ακτών που ανήκει στην οικογένεια scolopacidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limno dromus < limno (< λίμνη) + dromus (< δρόμος)]. (II) λιμνόδρομος, ὁ (Α) πλους σε λίμνη («λιμνόδρομος πλοίοις», Ιω.… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
στέγασμα — το, ΝΜΑ [στεγάζω] σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι νεοελλ. 1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι 2. το στέγαστρο αρχ. φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ … Dictionary of Greek